Franz Kafka was here

•23 Απριλίου, 2009 • 4 Σχόλια

Ένα σύντομο, άλλα όχι βιαστικό (βια ή βία, όποια μετάθεση του τονισμού κι αν επιλέγει κανείς, καταλήγουμε ωστόσο και πάλι στη στην πρωταρχική σχέση της βίας, είτε άμεσα είτε έμεσα, μέσω της βιασύνης η οποία «βιάζει» την όποια φαντασιακή ή μη σημασία του φαινομένου, προσπερνώντας τα σπαράγματα της μνήμης που αυτό φέρει στην σημασιολογική του συμπύκνωση, άρα απαλείφοντας την συνολική του σημασιολογία) πέρασμα από τα σοκάκια του Mala Strana ή της Stare Mesto. Απρίλιος μεν, αλλά όχι άνοιξη – με την έννοια εκείνου του μαγικού γλωσσικού σχηματισμού που συνθέτει το σημαίνον «Άνοιξη» με το σημαίνον «Πράγα». Λές και η σημασία ολόκληρη εξατμίστηκε  (ή μήπως εξορίστηκε;) από τις αναπαραστάσεις της. Μια για πάντα. Ψάχνοντας να ανακαλύψω έστω και μερικά απομεινάρια εκείνης της περίφημης άνοιξης διαπίστωσα πως μια απομυθοποιητική διαδικασία μπορεί να συντελείται δια μέσω όχι της εξάλειψης των μορφών που δημιούργησε μια εποχή, αλλά της τραβηγμένης απ’ την μύτη διατήρησής τους.  

Η Πράγα είναι ίσως η μόνη πόλη όπου δεν υφίσταται με κανένα τρόπο έλλειψη πολιτιστικής πολιτικής. Κάθε άλλο, ο σημαντικότατος πολιτισμός που διαθέτει αυτή η πόλη βρίσκεται παντού μέσα της. Βρίσκεται με την έννοια την χωρική: της θέσης. Κι ο τρόπος; Μα ο μόνος που διατίθεται: πώληση. Πολιτισμός προς πώληση και μάλιστα σε πολύ προσιτές τιμές. Μόλις 299 Κορώνες το μπλουζάκι με την φάτσα του (κυριώτερου εξαγώγιμου προϊόντος) Franz Kafka-Prague. Το ίδιο και οι κούπες, τα τραπουλόχαρτα και τα πατάκια μπάνιου.  

dsc016921

Το παράδοξο της υπόθεσης, ωστόσο, βρίσκεται στο γεγονός ότι η πόλη έχει διατηρήσει την ομορφιά της. Αν ξέρεις να παρατηρείς, δεν γίνεται να μην γοητευθείς από τα δρομάκια, κι ας καταλήγουν αυτά σε μια πλατεία τίγκα στις καφετέριες με τα πλαστικά τραπέζια και τον αμφισβητούμενα πόσιμο καφέ, απ’ αυτές που χρεώνουν ουσιαστικά το γεγονός ότι βρίσκεσαι σε μια ιστορική πλατεία της οποίας το ιστορικό νόημα οι ίδιες σιγά σιγά εξαλείφουν. Η γοητεία της πόλης όμως είναι εκεί, σε πείσμα όλων αυτών, μια γοητεία που – χωρίς να ξέρεις ακριβώς γιατί – μοιάζει μελαγχολική. Υποπτεύεσαι έτσι ότι ένα κομμάτι της ιστορίας της Πράγας πρέπει να έχει κατακάτσει σε κάποιο αδιέξοδο και να κρύβεται ακόμη εκεί. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η Ιστορία έχει φύγει, έχει προχωρήσει και οι Τσέχοι κλείνουν τα μάτια και προχωρούν και αυτοί, σχεδόν στα τυφλά, μαζί με την πόλη τους, βιαστικά (η βία που απογυμνώνει, που λέγαμε πιο πριν), παρασυρόμενοι. Διέγραψαν την περίοδο του κομμουνισμού από τη συλλογική μνήμη (με την έννοια ότι ακόμη δεν την επεξεργαστήκανε – ή δεν την πενθήσαν όπως θα έλεγε και ο Αρανίτσης – απλώς προτίμησαν να την θεωρήσουν ως το απόλυτο Κακό και να την ξορκίσουν), απονοηματοδότησαν τα γεγονότα και την δημιουργία εκείνων των λίγων μηνών του ’68 (κρατώντας μόνο τον δραματισμό της σοβιετικής εισβολής), μέχρι και που παρέλειψαν να αναφέρουν ότι εκείνος ο Κάφκα που με τόση περηφάνεια πουλάνε (είναι σχεδόν αστείο πως, αντίθετα, το όνομα Κούντερα δεν ακούγεται ποτέ ανοιχτά, δεν εμφανίζεται σε καμία προθήκη βιβλιοπωλείου) έγραφε στα Γερμανικά.

Έτσι, οι Τσέχοι συνεχίζουν, περιφέρονται στην ομορφιά της παλιάς Πράγας, παλεύουν να ενταχθούν στην ζώνη του Ευρώ, πίνουν εξαιρετική Pilsner σε εξαιρετικές ποσότητες, και αποφεύγουν επιμελώς να αναμετρηθούν με την Ιστορία όταν είναι πιο πρόσφατη των εκατό-εκατό πενήντα χρόνων.  Απο αυτό, θα ‘λεγα, προέρχεται  και η μελαγχολική γοητεία της παλιάς πόλης: Κράτησε την Αισθητική σε έναν βαθμό και πέταξε βιαστικά την Ιστορία στην λεκάνη της τουαλέτας μαζί με τα χαρτιά υγείας. Και ύστερα τράβηξε το καζανάκι βιαστικά.

dsc01826

Υ.Γ. Αυτά εν είδη πρώτων και αποσπασματικών σκέψεων. Επιφυλάσσομαι πάντως μέχρι την επιστροφή.

Υ.Γ2 Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παρατηρήσω τα πολιτικά τεκτενόμενα της σημερινής Τσεχίας, θυμήθηκα ένα σημείο απ’ την Αβάσταχτη Ελαφρότητα, όπου ο Κούντερα παραστατικότατα περιγράφει την εικόνα ενός κουρασμένου Ντούμπτσεκ που επιστρέφει απ’ την Μόσχα και με μεγάλο κόπο εκφωνεί ραδιοφωνικά τον ταπεινωτικό συμβιβασμό με την ηγεσία του Κόμματος. Κι έτσι, αυτόματα, πήγε το μυαλό μου στα κατ’ ημάς και στον δικό μας «κουρασμένο» μεγάλο ηγέτη (για κάποιον λόγο τον φαντάζομαι πάντα να φεύγει αγχωμένος και απογοητευμένος απ’ το υπουργικό συμβούλιο και να κατευθείνεται προς τον Μπαϊρακτάρη, να πνίξει τα σεκλέτια στο φαΐ). Το τραγικό και το κωμικό συναντιούνται για άλλη μια φορά….Κουίζ: Μαντέψτε ποιός πολιτικός αντιστοιχεί σε ποιά αισθητική έννοια.

Η αλήθεια για την περίπτωση του Κες Πόπινγκα

•7 Απριλίου, 2009 • 5 Σχόλια
simenon
– Δεν υπάρχει αλήθεια, έτσι δεν είναι;   Κες Πόπινγκα, «Ο Άνθρωπος Που Έβλεπε Τα Τρένα Να Περνούν»
Η γραπτή αυτή παράσταση των πραγματικών υπάρξεων δεν αποτελεί πια μια διαδικασία ηροωποίησης· λειτουργεί ως διαδικασία αντικειμενοποίησης και καθυπόταξης. Η επιμελώς συρραμένη ζωή των ψυχασθενών ή των εγκληματιών οφείλεται, όπως το χρονικό των βασιλέων ή η εποποιΐα των μεγάλων δημοφιλών ληστών, σε μια συγκεκριμένη πολιτική λειτουργία της γραπτής αφήγησης· αλλά στο πλαίσιο μιας ολότελα διαφορετικής τεχνικής της εξουσίας.            Μισέλ Φουκώ, «Επιτήρηση και Τιμωρία – Η Γέννηση Της Φυλακής»

Ψυχοπάθεια και εχεφροσύνη, έγκλημα και νομιμοφροσύνη, ασέβεια και ευλάβεια, παρέκκλιση και συμμόρφωση. Σε ποιο σημείο γίνεται η απαραίτητη διάκριση, σπάει το σκοινί αυτών (και άλλων παρεμφερών) των φαντασιακών διελκυστίνδων; Ή αλλιώς, πως έγινε και βρεθήκαμε χαμένοι μέσα σε ένα κανονικοποιητικό χάος;

Αν αποπειραθεί κάποιος δυστυχής αργόσχολος να παρακολουθήσει κυριακομεσημεριάτικες τηλεοπτικές σειρές ιατρικού περιεχομένου (απ’ αυτές που είναι της μοδός λέω), θα καταλήξει αναπόφευκτα να μπλεχτεί σε έναν τρομοκρατικό κυκλώνα μυθικών χειρουργικών όρων, εντελώς απρόφερτων στην αγύμναστη γλώσσα. Αλίμονο και αν περιέχουν και το παραμικρό νόημα για τον ίδιο. Το μεταφυσική δέος της ορολογίας εμπνέεται καθαρά από την υποψία και μόνο της εξουσίας που υποσυνείδητα πια έχουμε εμπεδώσει ότι φανερώνει η γνώση. Το χάος, επομένως, της κανονικοποίησης, στο οποίο αναφέρομαι, προέρχεται από την αόρατη, ανεπαίσθητη πλέον εξουσία, που δεν ασκείται τόσο φυσικά, όσο μέσω των όρων, των κατηγοριών, των ταξινομήσεων και των ιεραρχιών.

Τέτοια ακριβώς ήταν και η κοινωνία  από την οποία «ξεβράστηκε» ο πράκτορας της εταιρείας ανεφοδιασμού «Ιούλιος Ντε Κοστέρ και Υιοί» του Ζωρζ  Σιμενόν. Και ξαφνικά, ο τελευταίος πιθανός άνθρωπος, το υπόδειγμα της ιδεοτυπικής τυπικότητας του Ολλανδού μεσοαστού, βρέθηκε από την δίνη της κανονικοποίησης σε μια τάξη του απροσδιόριστου. Βρέθηκε να περιπλανιέται και να δραπετεύει σε έναν κόσμο υπαλλήλων με σταθερή διεύθυνση και τηλέφωνο. Βρέθηκε να σκοτώνει χωρίς α) κακία β)φθόνο γ)κέρδος δ)»ψυχικές διαταραχές». Οπότε που εντάσσεται; Η κατηγορία «Λοιπά», φαίνεται, δεν είχε διαδοθεί ακόμα. Εκεί έγκειται φυσικά και η ιδιάζουσα περίπτωσή του. Όχι στο έγκλημα, αλλά στην μη ταύτισή του με κάποιο υπάρχον πεδίο δεδομένων του ερωτηματολογίου.

Οπότε, αντιδρούν και εξανίστανται οι ψυχίατροι και οι δημοσιογράφοι και οι επαΐοντες και οι γνώστες και οι μελετητές των γραφών και τσακώνονται και εξηγούν και θεωρούν και αναλύουν και κάνουν βίδες και ξανασυναρμολογούν κάποιον που δεν έχουν δεί ποτέ, γιατί κάτι πρέπει να κάνουν, μην χάσουν και αυτοί την δουλειά τους, βρε αδερφέ. Και ο κύριος Πόπινγκα, με το πούρο και το σημειωματάριό του, πρώην πράκτορας της εταιρίας ανεφοδιασμού πλοίων «Ιούλιος Ντε Κοστέρ και Υιοί» και μετέπειτα «Τρελός του Άμστερνταμ», τους παρατηρεί από τις εφημερίδες και χαμογελάει απηυδισμένος, αλλά και με μια πρέζα ειρωνείας.

«Ο πορτιέρης του Κάρλτον τον πέρασε για τρελό· επειδή δεν θύμωσε όταν την έπιασε να ψάχνει τις τσέπες του, η Ζαν Ροζιέ, τον πέρασε για έμπορο κοκαΐνης. Στο βάθος, πολύ καλά ήταν κι έτσι. Αρκετά είχε πασχίσει επί σαράντα χρόνια για να περνάει ως Κες Πόπινγκα και για να είναι όλες οι κινήσεις του αυτές που έπρεπε να είναι.»    Ζωρζ Σιμενόν, Ο άνθρωπος που Έβλεπε τα Τρένα να Περνούν

Ο διαρκής δημόσιος διάλογος που ξεσηκώνει γύρω του, περιγράφει την λειτουργία της κατηγοριοποίησης ως εσώτερης λογικής των εξουσιαστικών δομών. Ψυχίατροι, δημοσιογράφοι, αστυνόμοι. Στο τελευταίο κεφάλαιο, όπου συλλαμβάνεται και κλείνεται σε μια απομονωμένη κλινική, το μυθιστόρημα δείχνει να ολοκληρώνεται συμβιβαστικά, με μια υποψία παραίτησης: η «περίπτωση» του κυρίου Πόπινγκα, με μια φουκωική έννοια, εντάσσεται εντέλει σε ένα επίπεδο της συστημικής διάρθρωσης της άσκησης εξουσίας, χαρακτηρίζεται, εγκράφεται στα κατάστιχα. Είναι ο τάδε, έχει διαπράξει τα δείνα, πάσχει από το απαυτό.

«Η εξέταση ως προσδιορισμός, ταυτόχρονα τελετουργικός και «επιστημονικός», των ατομικών διαφορών, ως «καρφίτσωμα»του κάθε ατόμου στη δική του μοναδικότητα ( σε αντίθεση με την τελετή όπου εκδηλώνονται οι κοινωνικές θέσεις, οι καταγωγές, τα προνόμια, τα αξιώματα, με όλη την λάμψη των συμβόλων τους) δείχνει καθαρά την εμφάνιση μιας νέας μορφής εξουσίας όπου η θέση του καθενός προσδιορίζεται από την ατομικότητά του, και ο καθένας είναι θεσμικά δεμένος με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα, τα μέτρα, τις διαφορές, τις αποκλίσεις, τους «τρόπους» που τον χαρακτηρίζουν και τον μετατρέπουν σε «περίπτωση».         Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία

Όσο για τον ίδιο τον Κες Πόπινγκα, αυτός γνωρίζει ρητά ότι έχει νικήσει. Δεν υπάρχει αλήθεια, φυσικά – όχι κάποια, τουλάχιστον, που να μπορεί να μπορεί να ταυτοποιηθεί απο τις εκφρασμένες θεωρήσεις, να τακτοποιηθεί σε «περίπτωση». Με αυτήν την έννοια, η κωμική, εώς καρτουνίστικη κάποιες φορές, μορφή του σιμενονικού ήρωα φανερώνει μια καθαρά ξενική διάσταση. Όχι σαν εκείνον τον Ξένο του Καμύ που διαγράφει μια σύντομη τροχιά αδιαφορίας μέσα από τον παραλογισμό του είναι, τον οποίο δεν αμφισβητεί, αλλά τον κατανοεί χωρίς να τον ενσωματώνει, απέναντι σε μια κοινωνία που προσπαθεί να τον οργανώσει και να τον εξηγήσει. Όχι, ο ξένος του Σιμενόν, είναι ένας πιο(αν είναι λάθος να πούμε ρεαλιστικός τουλάχιστον)προσγειωμένος ξένος, που αποκτά αυτή τη διάσταση από την άρνησή του να ταυτιστεί με αυτήν την κοινωνία, από την αδυναμία του να εντοπίσει τον εαυτό του εντώς των δοσμένων κατηγοριών του κυρίαρχου Λόγου. Τουλάχιστον μέχρι να προστεθεί εκείνη η φοβερή κατηγορία «λοιπά».

Η συζήτηση για την Θεωρία, την τέχνη και τον πολιτισμό

•2 Απριλίου, 2009 • Σχολιάστε

Τα τελευταία λίγα χρόνια διεξάγεται μια ευρεία συζήτηση γύρω από θέματα όπως η Θεωρία, η Κριτική, η Τέχνη, η Λογοτεχνία, η Ιστορία καθώς και η σχέση της Αριστεράς με αυτά. Χαρακτηριστικό ως παράγωγο της ζωντανής αυτής συζήτησης είναι η έκδοση του συλλογικού τόμου Θεωρία Λογοτεχνία Αριστερά που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Το Πέρασμα και περιέχει όλο το αφιέρωμα που διεξήχθη από τις σελίδες της Αυγής για 14 εβδομάδες και αποτελούταν από έναν δημόσιο κριτικό διάλογο διαφόρων προσωπικοτήτων διαφορετικών χώρων γύρω από τις τρεις αυτές έννοιες. Το ζήτημα βέβαια της ανακίνησης του ενδιαφέροντος γύρω από τα θέματα αυτά κάθε άλλο παρά ασύνδετο είναι με το αντίστοιχο ενδιαφέρον που έχει εμφανιστεί εδώ και μερικά χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και σημαντικά δείγματα της βιβλιογραφίας  που παρουσιάζονται, αμφισβητώντας το κυρίαρχο ρεύμα του μεταμοντερνισμού και αναμοχλεύοντας, έτσι, τον διάλογο γύρω από την Θεωρία.

Όλα αυτά τα ενδιαφέροντα δείγματα διαλόγου, βέβαια, με το να αναδεικνύουν εντονότερα το έλλειμμα και τα προβλήματα της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, αναμενόμενο είναι να παρακινήσουν κάποιες σκέψεις και κουβέντες σχετικά και με την πολιτική του πολιτισμού. Ειδικά για την χρόνια (αν όχι…αιώνια)αδυναμία διατύπωσης ενός συνολικού πολιτικού λόγου για τον πολιτισμό και την κουλτούρα ως ενιαίο χώρο της κοινωνίας που να προσεγγίζει κριτικά τις αιτίες της σημερινής απαξίωσης και να δίνει προτάσεις πολιτικές (και όχι διαχειριστικές) σε ένα ζήτημα πολιτικό μεν, που άπτεται μιας αυτόνομης (η σχετικά αυτόνομης έστω) σφαίρας του κοινωνικού.  malevich_korova1

Κρατώντας αυτήν την σκέψη και ‘γω, παραπέμπω όποιον ενδιαφέρεται στην πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία της ιστορικού Έλενας Πατρικίου κατά το διήμερο «Αναζητώντας μια σύγχρονη αριστερή πολιτική για τον πολιτισμό» που έγινε στο Ινστιτούτο «Ν. Πουλαντζάς», όπως αυτή δημοσιεύτηκε στην Αυγή:
http://www.avgi.gr/NavigateActiongo.action?articleID=443892

Κωνσταντίνα Κούνεβα ή για τον ορισμό της βίας

•1 Απριλίου, 2009 • 1 σχόλιο

m06-233608kouneva_jpgΧωρίς εισαγωγές και προλόγους – δεν τις χρειάζεται. Είναι μια φιγούρα από αυτές που θα σταθούν πρώτη γραμμή, σε όλη της την τραγική υπόσταση, πρωστά από την ταφόπλακα της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα για την Ελλάδα. Η Κωνσταντίνα Κούνεβα, από κείνη την νύχτα της πιο απροκάλυπτης βαρβαρότητας, την νύχτα της δολοφονικής επίθεσης, επιτάχυνε ήδη την αντίστροφη μέτρηση για το τέλος της δεκαετίας. Δεν το ξέρουμε τώτα, αν και μερικοί από μας μπορεί να το υποψιαζόμαστε κιόλας, αλλά η γυναίκα αυτή αναμφισβήτητα θα στοιχειώσει αυτά τα χρόνια ως μια φρικιαστική ανάμνηση. Ή αντίστροφα, η ανάμνηση μιας κτηνωδίας, από κείνες που η Ιστορία έχει την τάση να μας τρίβει στη μούρη σαρκαστικά σαν αποτέλεσμα του χυδαίου βιασμού της έννοιας της ισότητας, της αξιοπρέπειας, της ζωής, πάνω από τον οποίο βολτάρουμε με τα χέρια στην τσέπη, σφυρίζοντας αδιάφορα.

Πέρασαν τρεις μήνες από τότε. Ωστόσο, κάτι περίεργο: κάθε τόσο κάποια αφορμή έβρισκα και σκεφτόμουν την Κούνεβα, τα γεγονότα εκείνης της νύχτας, την αντίδραση που ξεσήκωσαν, την σημασία της. Στο δρόμο, στη διαδρομή του μετρό, στις εφημερίδες, στους τοίχους, την ώρα του μαθήματος, στις συζητήσεις, στις πορείες, στους σταθμούς του ΗΣΑΠ. Η Κωνσταντίνα καταφέρνει και επανέρχεται συνεχώς και απροσδόκητα. Εν ολίγις κατάφερε να διαπεράσει το προστατευτικό κάλυμμα και να εντυπωθεί στην βραχύβια και επιλεκτική μνήμη του αστικού και τηλεοπτικού υποσεινήδητου. Γεγονός που μοιάζει υπερφυσικό σχεδόν, με τα δικά μας δεδομένα, και γεννά ένα αμήχανο ερώτημα: τί είναι η Κούνεβα;

Αν θέλαμε να περιγράψουμε ένα κοινονικό-οικονομικό σύστημα με όρους χωροταξικούς θα λέγαμε πως τα όρια της τυπικής νομιμότητάς του διαγράφονται με βάση του κοινωνικούς χώρους και τις ομάδες που το ίδιο αποκλείει, στο περιθώριο, δηλαδή, όπου ασκείται ο κοινωνικός αποκλεισμός και η κάθε μορφή βίας – ιδεολογική, κοινωνική, θεσμική,  οικονομική, σωματική. Τα όρια αυτά – που μετατοπίζονται και επαναδιατυπώνονται με κάθε κοινωνική μεταβολή – τείνουν να συμπιέζονται και να διαστέλλονται στις περιόδους κρίσης των θεσμισμένων λειτουργιών και αμφισβήτησης των θεμελιωδών ιδεολογικών παραδοχών κάθε καθεστώτος.

Ιδού, επομένως, η όψη της ευρύτερης κρίσης που ονομάζουν οικονομική, από την πλευρά αυτών που κεινούνται σε κείνες τις παρυφές του συστήματος. Αυτό αντιδρά σπασμωδικά μέσα στις αντιφάσεις του, όπως ο ασθενής που αρνείται να παραδεχθεί ότι η μόλυνση είναι θανάσιμη, κι έτσι πιέζει και περιχαρακώνεται ακόμα περισσότερο, εξαντλώντας τα όρια των δυνάμεων αλλά και της νομιμοποίησής του. Εξού και η ένταση της καταστολής. Τα όρια συμπιέζονται και αυξάνουν τη βία, παλεύοντας για την αναγκαία ως προς την διατήρηση του συστήματος περιχαράκωση, ενώ ταυτόχρονα τείνουν να διαστέλλονται από την αμφισβήτηση.

Η περίπτωση της Κούνεβα δεν ήταν τυχαία. Συνδικαλίστρια, Μετανάστρια, Γυναίκα. Σε συμβολικό επίπεδο συντίθεται γύρω της μια πολύπλευρη κατάσταση, όλες οι ιδιότητες της οποίας προκαλούν τη βία, μιας και είναι αυτές που τίθονται στα περιθώρια του αποκλεισμού. Και αυτό, καθώς φαίνεται, ήταν αρκετό για να γίνει στόχος μιας αγριότητας που θυμίζει ταινία τρόμου, δηλαδή που, μέχρι τώρα τουλάχιστον, εκτυλισσόταν μόνο στο επίπεδο της κοινωνικής φαντασίας, στα πιο επιθετικά, απωθημένα ένστικτα της κοινωνίας.

Τι είναι η Κούνεβα; Είναι η πραγμάτωση της ενοχικότητας μιας κοινωνίας που συντίθεται από καταπιεσμένες ορμές, συλλογικές και ατομικές. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να την ξεχάσουμε.